- επιβοηθώ
- (ε) μετ. , αμετ. оказывать дополнительную помощь, поддерживать, приходить на помощь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιβοηθώ — (AM ἐπιβοηθῶ, έω) νεοελλ. βοηθώ επί πλέον αρχ. 1. βοηθώ 2. στέλνω ή έρχομαι για βοήθεια εναντίον κάποιου (ὅπως οἱ Ἀθηναῑοι... ταῑς ναυσίν... ἐπιβοηθήσωσιν», Θουκ.) … Dictionary of Greek
επιβοηθώ — επιβοήθησα, μτβ. και αμτβ., βοηθώ πρόσθετα, προσφέρω πρόσθετη βοήθεια, συμβάλλω στο να βοηθηθεί κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβοηθητικός — ή, ό αυτός που παρέχει πρόσθετη βοήθεια («επιβοηθητικά μέσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Χρ. Βάφα] … Dictionary of Greek
παρεπιβοηθώ — έω, Α [επιβοηθώ] βοηθώ κάποιον από κοντινή απόσταση … Dictionary of Greek
προσεπιβοηθώ — έω, Α [ἐπιβοηθῶ] έρχομαι κι εγώ σε βοήθεια κάποιου … Dictionary of Greek
συνεπιβοηθώ — έω, ΜΑ [ἐπιβοηθῶ] έρχομαι μαζί για βοήθεια κάποιου … Dictionary of Greek